κλυτοπώλῳ

κλυτοπώλῳ
κλυτόπωλος
with noble steeds
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κλυτόπωλος — κλυτόπωλος, ον (Α) περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ. β. «κλυτόπωλος λόχος» οι ήρωες τού Δούρειου ίππου, Τρύφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό πωλος, λευκό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”